επαναστατημένος

επαναστατημένος
-η, -ο [επαναστατώ]
1. αυτός που βρίσκεται σε επανάσταση, σε εξέγερση
2. μτφ. αυτός που βρίσκεται σε ανώμαλη ψυχική κατάσταση
3. (για μαλλιά) αυτός που βρίσκεται σε αταξία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βαντόμ — I (Vendôme). Πόλη (18.359 κάτ.) της κεντρικής Γαλλίας στον νομό Λουάρ ε Σερ (Loir et Cher), στο γεωγραφικό διαμέρισμα του Κέντρου (Centre). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Λουάρ και συνδέεται σιδηροδρομικά με το Παρίσι, στα ΒΑ. Η Β.… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • επαναστατώ — επαναστατώ, επαναστάτησα, επαναστατημένος βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επαναστατώ — επαναστάτησα, επαναστατημένος 1. αμτβ., κάνω επανάσταση, ξεσηκώνομαι ενάντια στην εξουσία, το πολιτικό ή κοινωνικό καθεστώς, με σκοπό την ανατροπή του ή τη διεκδίκηση δικαιωμάτων: Το 1821 επαναστάτησαν οι Έλληνες. 2. μτφ., απειθαρχώ ενάντια σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”